- ραψωδικώς
- ΜΑεπίρρ. βλ. ραψωδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥαψῳδικῶς — ῥαψῳδικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραψωδικός — ή, ό / ῥαψῳδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαψῳδός]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη ραψωδία 2. το θηλ. ως ουσ. η ραψωδική η τέχνη τού ραψωδού. επίρρ... ῥαψῳδικῶς ΜΑ με ύφος ραψωδού … Dictionary of Greek